- διώνυμος
- διώνυμοςwith two namesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διώνυμος — η, ο (AM διώνυμος, ον) αυτός που έχει δύο ονόματα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διώνυμο αλγεβρική παράσταση συντιθέμενη από δύο όρους, μονώνυμα ενωμένα με το σύμβολο τής πρόσθεσης ή τής αφαίρεσης αρχ. διάσημος, περίφημος … Dictionary of Greek
διώνυμος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο ονόματα: Η διώνυμη βασίλισσα Μαρία Θηρεσία. 2. το ουδ. ως ουσ., διώνυμο αλγεβρική παράσταση που αποτελείται από δύο μονώνυμους όρους: Διώνυμο του Νεύτωνα. – Διαφορικά διώνυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διωνύμως — διώνυμος with two names adverbial διώνυμος with two names masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώνυμον — διώνυμος with two names masc/fem acc sg διώνυμος with two names neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωνύμου — διώνυμος with two names masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωνύμους — διώνυμος with two names masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωνύμων — διώνυμος with two names masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώνυμα — διώνυμος with two names neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώνυμοι — διώνυμος with two names masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek